φανερωτής

φανερωτής
ο разоблачитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φανερωτής" в других словарях:

  • φανερωτής — ο /φανερωτής, οῡ, ΝΑ, θηλ. φανερώτρια, Ν [φανερῶ / ώνω] αυτός που φανερώνει, που παρουσιάζει ή αποκαλύπτει κάτι …   Dictionary of Greek

  • φανερωτής — ο αυτός που φανερώνει, που αποκαλύπτει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανερωταί — φανερωτής one who makes manifest masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανιστής — ο, Ν [φανίζω] 1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής 2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»